- ονομαστός
- η , ό[ν] знаменитый, известный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀνομαστός — named masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνόμαστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομαστός — ή, ό (Α ὀνομαστός και ιων. τ. οὐνομαστός και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαστός, ή, όν) [ονομάζω] αυτός που το όνομά του είναι γνωστό, αυτός που έχει φήμη, φημισμένος, περιώνυμος, ξακουστός αρχ. 1. αυτός που μπορεί ή είναι άξιος να ονομάζεται 2. (το ουδ … Dictionary of Greek
ονομαστός — ή, ό αυτός που έχει όνομα, φήμη, ο διάσημος, ο ξακουστός, ο ξακουσμένος: Ονομαστός επιστήμονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνομαστότερον — ὀνομαστός named adverbial comp ὀνομαστός named masc acc comp sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστοτάτω — ὀνομαστός named masc/neut nom/voc/acc superl dual ὀνομαστός named masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστοτάτων — ὀνομαστός named fem gen superl pl ὀνομαστός named masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστόν — ὀνομαστός named masc acc sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστότατα — ὀνομαστός named adverbial superl ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστότατον — ὀνομαστός named masc acc superl sg ὀνομαστός named neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυροπόλιον — Ονομαστός στο πανελλήνιο ναός της Aρτέμιδας στην αρχαία Ικαρία, στα βόρεια παράλιά της. Βρισκόταν στην τοποθεσία Αυτάκι, όπου υπάρχουν και θερμοπηγές. * * * τὸ, Α [ταυροπόλος (Ι)] ναός τής Ταυροπόλου Αρτέμιδος στην Ικαρία … Dictionary of Greek